Η ΙΔΡΥΤΡΙΑ

ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΖΟΥΡΟΥΔΗ -  Ιδρύτρια της Δωδεκανησιακής Μέλισσας

 

Γεννήθηκε στη Χάλκη το 1875 και πέθανε στην Αθήνα στις 6 Ιουνίου του 1953. 

Παντρεύτηκε τον Νικόλαο Ζουρούδη και έζησε μαζί του μέχρι το τέλος της ζωής του (1931) στη Σύμη, την Αίγυπτο και στην Αθήνα. 

Η μόρφωσή της χάρις στην εξαιρετική της φιλομάθεια, υπήρξε εξαιρετική. Στόλιζε με τα πνευματικά της χαρίσματα την κοινωνία του νησιού της Χάλκης, αλλά τα ψυχικά της χαρίσματα ήταν ακόμη μεγαλύτερα. Όσοι τη γνώρισαν ομολογούν ότι «ήταν στολισμένη με όλες τις αρετές».

Το σπίτι της ήταν πάντα ανοικτό σε κάθε δυστυχισμένο, και στις καλές και τις κακές περιόδους, ήταν πάντα η ίδια. Με το χαμόγελο στα χείλη και μια θετική βοήθεια για τον καθένα. Παραμέριζε τον εαυτό της, τα προσωπικά της βάσανα, για να φροντίζει τους άλλους. Ιδιαίτερα τα παιδιά. Σ’ αυτά έβλεπε το μέλλον της φυλής και πάσχιζε με τα ωραία της λόγια να σταλάζει στις ψυχές τους τον πόθο για τη λευτεριά.

Το 1931 έχασε το σύζυγό της. Από τότε όλη η ζωή της αφιερώθηκε αποκλειστικά στο κοινωνικό της έργο, αφού τα παιδιά της αντάξια στις προσδοκίες της, ακολουθούσαν πια το δικό τους ευδόκιμο δρόμο. Ήρθε στην Αθήνα, στην ελεύθερη Ελλάδα. Μόλις εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1931 ίδρυσε  τη «Δωδεκανησιακή Μέλισσα». Η Αντιγόνη Ζουρούδη κάλεσε σε γενικό προσκλητήριο δια του τύπου και με προσωπικές επιστολές, τις γυναίκες της Δωδεκανήσου που ζούσαν στην Αθήνα και τον Πειραιά. Όλες μαζί αποφάσισαν να προβάλλουν παράλληλα με τους άνδρες  το Δωδεκανησιακό Ζήτημα δίνοτας έμφαση στην ελληνικότητα των εθίμων, παρουσιάζοντας τους χορούς, τα τραγούδια της αλύτρωτης πατρίδας τους  αναπαριστώντας τοπικά έθιμα και τοπικές γιορτές, σε ειδικά οργανωμένες  Δωδεκανησιακές Βραδιές όπου συγκέντρωναν σε κατάμεστες, θεατρικές κυρίως,  αίθουσες τους δωδεκανησίους και όχι μόνο και που συγκινούσαν πάρα πολύ!

Το 1936 ίδρυσε το «Κυριακάτικο Δωδεκανησιακό Σχολείο». Σ’ αυτό κάθε Κυριακή, στην Αθήνα και στον Παιραιά εκλεκτοί δωδεκανήσιοι και δωδεκανήσιες δίδασκαν στα παιδιά την ιστορία της Δωδεκανήσου και εμφυσούσαν στις ψυχές τους τον πόθο για την απελευθέρωση. Τα παιδιά αυτά ήταν κατατρεγμένα ελληνόπουλα των σκλαβωμένων νησιών που ζητούσαν στην ελεύθερη πατρίδα να βρουν καταφύγιο. Τις παραδόσεις του σχολείου παρακολουθούσαν και ενήλικες. 

Η προσπάθειά της αυτή στέφθηκε με μεγάλη επιτυχία. Από το 1936 έως την κήρυξη του πολέμου λειτούργησαν συνολικά τέσσερα Σχολεία στις Δωδεκανησιακές παροικίες της Αθήνας και του Πειραιά που αναδείχθηκαν σε εθνικά φυτώρια. Με τις εκδηλώσεις που διοργάνωναν προκαλούσαν την πανελλήνια συγκίνηση και το συναγερμό υπέρ των δωδεκανησιακών δικαίων.

Ως τον πόλεμο του 1940, πολλά ελληνόπουλα γαλουχήθηκαν με τα εθνικά ιδανικά, πλάι στην υπέροχη αυτή Μάνα!

Στον πόλεμο το «Κυριακάτικο Δωδεκανησιακό Σχολείο» της μεταβάλλεται σε κέντρο εθνικής χαράς και ενθουσιασμού. Όλοι μαζί ψυχαγωγούν τους στρατιώτες που φεύγουν για το μέτωπο. Φροντίζουν τους τραυματίες και ελπίζουν ότι η ελληνική νίκη θα φέρει και τη δική τους λευτεριά, ότι οι ιταλοί που φεύγουν από την Πίνδο, θα φύγουν και απ’ τα Δωδεκάνησα…

Η κατοχή σπρώχνει πάλι πίσω αυτό το όνειρο… Μα η «Μάνα της Δωδεκανήσου» νοιώθει ότι τώρα είναι ο καιρός για δράση. Ότι ο πόνος της σκλαβιάς δεν πρέπει να φέρει την αποκαρδίωση… κάθε άλλο!

Το «Σχολείο» της που έχει πια μια λαμπρή παράδοση, κλείνει. Μεταβάλλεται όμως σε «Κρυφό Σχολειό» Στο Κρυφό αυτό Σχολείο όλοι δουλεύουν γι’ αυτούς που πονούν. Η διευθύντρια της Σχολής Τυφλών Θεσσαλονίκης που εκείνες τις σκοτεινές μέρες γνώρισε την αλησμόνητη ελληνίδα, έλεγε ότι η δυναμικότητα, η εργατικότητα, το θάρρος της ήταν κάτι το αφάνταστο. Ακόμη και στους γερμανούς επιβαλλόταν σε κάθε βήμα της κάθε απαγόρευσης, προκειμένου να σταθεί κοντά στον αιχμάλωτο, το φυλακισμένο, τον καταδικασμένο σε θάνατο, τον κατατρεγμένο. 

Η Αντιγόνη Ζουρούδη εργάσθηκε και στην Οργάνωση Αντιστάσεως των Ελευθέρων Ελλήνων και ήταν ένα από τα πρώτα μυηθέντα στελέχη του γυναικείου τμήματος. Εργάσθηκε συνεχώς από το τέλος του 1942 και δεν σταμάτησε ούτε και όταν συνελήφθη η κόρη της με συνέπεια όλη η οικογένειά της να είναι υπό παρακολούθηση και να γίνονται στο δικό της και στα συγγενικά της σπίτια έρευνες από τις διωκτικές Αρχές. Και τότε και μέχρι της απελευθερώσεως, συνέχισε την μεταφορά των μυστικών εφημερίδων και του ραδιοφωνικού δελτίου που τα μετέφερε τα μεσημέρια και τα βράδια από τα μυστικά Γραφεία της Οργανώσεως στο σπίτι της  από όπου γινόταν η διανομή στα άλλα μέλη της Οργανώσεως που κατοικούσαν στην περιφέρειά της. Είναι τεράστιο το ψυχικό θάρρος που χρειαζότανε να έχει μια τέτοια γυναίκα που είχε προφανώς ξεγράψει τη ζωή της, όταν η σύλληψη με πακέτα μυστικών εντύπων, ισοδυναμούσε με καταδίκη εις θάνατον!

 Κάποια στιγμή ήρθε το τέλος, πέρασε η αντάρα, και ήρθε η ώρα της Δωδεκανήσου.  Η Δωδεκάνησος ενσωματώθηκε στην Πατρίδα! 

Ό, τι πόθησε, ό, τι ονειρεύτηκε, για ό, τι αγωνίστηκε, έγινε αλήθεια!. Έτρεξε να φιλήσει τα ελεύθερα χώματα και να ψιθυρίσει «και τώρα Θεέ μου ας πεθάνω……»

Όμως η Αντιγόνη Ζουρούδη έζησε ακόμη, για να χαρεί τους καρπούς των κόπων της. 

Μετά την Ενσωμάτωση, οι Δωδεκανήσιες οι συνεργάτιδές της θέλοντας να τιμήσουν τους αγώνες της, έδωσαν ένα γεύμα κατά το οποίο εξήραν τη δράση της που αναλύθηκε με εμπνευσμένους λόγους λεπτομερώς, από τη Γενική Γραμματέα της Ενώσεως Διανοουμένων Γυναικών, Εύρη Βαρύκα-Μοσκόβη.

Επίσης σε σεμνή τελετή, της απένειμαν τον τίτλο της «Μάνας της Δωδεκανήσου»! 

Αυτή ήταν η μόνη αμοιβή που δέχθηκε στη ζωή της η Αντιγόνη Ζουρούδη, η αθόρυβη αυτή «εργάτις μέλισσα» του καλού και της ελευθερίας! 

Στα ίχνη που χάραξε η γυναίκα αυτή, συνεχίζει η «Δωδεκανησιακή Μέλισσα» τη δράση της με επικεντρωμένο εδώ και σαράντα χρόνια το ενδιαφέρον της στην Εκπαίδευση. Μετατράπηκε σε ένα Ίδρυμα υποτροφιών που ενισχύει οικονομικά αδύνατους φοιτητές  με δωδεκανησιακή  καταγωγή, μέχρι να αποφοιτήσουν, και σπουδάζουν στα Πανεπιστήμια και Τεχνολογικά Ιδρύματα της Ελλάδας.